- ἀπόκοιτος
- ἀπό-κοιτος, ον,A sleeping away from,
τῶν συσσίτων Aeschin.2.127
;οὐκ ἀ. παρὰ Ῥέας Luc.DDeor.10.2
;μήτε ἀ. μηδ' ἀφήμερος ἀπὸ τῆς οἰκίας BGU1098.34
(i B.C.): abs., Men.Inc. 2.10.2 separate from, c. gen.,ἀρουρῶν BGU915.14
(i/ii A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.